- λαμιακός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στη Λαμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαμιακός — ή, ό (Α λαμιακός, ή, όν) [Λαμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Λαμία ή προέρχεται από τη Λαμία («λαμιακός πόλεμος») … Dictionary of Greek
Λαμιακός πόλεμος — Ο πόλεμος που έγινε το διάστημα 323 322 π.Χ. στη Φθιώτιδα και στη Θεσσαλία μεταξύ των Μακεδόνων και των πόλεων της νότιας Ελλάδας, που είχαν εξεγερθεί μόλις έμαθαν τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τα στρατεύματα των Αθηναίων, των Αιτωλών, των… … Dictionary of Greek
Ламийская война — Надгробный камень с мраморной скульптур … Википедия
Ламийская война (323-322 до н. э.) — Ламийская война Надгробный камень с мраморной скульптурой греческого военачальника времен Ламийской войны Дата 323 322 до н. э. Место … Википедия
εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… … Dictionary of Greek
λαμιώτικος — η, ο [Λαμιώτης] λαμιακός … Dictionary of Greek
Ιμεραίος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Υπήρξε ένας από τους ηγέτες της αντιμακεδονικής παράταξης. Όταν τελείωσε ο Λαμιακός πόλεμος, κατέφυγε με τον Υπερείδη στον ναό του Αιακού, στην Αίγινα, αλλά συνελήφθη από τον Αρχία και θανατώθηκε … Dictionary of Greek
Μαλιακός κόλπος — Κόλπος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στη Φθιώτιδα και στη Λοκρίδα. Είναι γεωλογικό δημιούργημα του ρήγματος το οποίο σχημάτισε και τον Ευβοϊκό κόλπο. Αρχίζει από τα ακρωτήρια Καραβοφάναρο και Χιλιομίλι, στο εσωτερικό του σχηματίζονται… … Dictionary of Greek